- αναρρυθμίζω
- μετ. снова регулировать, налаживать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναρρυθμίζω — (Α ἀναρρυθμίζω) ξαναρυθμίζω, τελειοποιώ … Dictionary of Greek
ἀναρρυθμίσῃ — ἀναρρυθμίζω reduce to order aor subj mid 2nd sg ἀναρρυθμίζω reduce to order aor subj act 3rd sg ἀναρρυθμίζω reduce to order fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρρυθμίζειν — ἀναρρυθμίζω reduce to order pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρρυθμίζων — ἀναρρυθμίζω reduce to order pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)